- πλημμύρισμα
- το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του πλημμυρίζω, ξεχείλισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλημμύρισμα — το, Ν [πλημμυρίζω] 1. το να πλημμυρίζουν τα νερά ποταμού, πηγαδιού κ.λπ., το να βγαίνουν έξω από τα φυσικά ή τεχνητά αναχώματα 2. μτφ. η υπεραφθονία … Dictionary of Greek
αναπλήρωση — η (Α ἀναπλήρωσις) πλήρωση αυτού που ελλείπει, συμπλήρωση νεοελλ. προσωρινή ή οριστική αντικατάσταση κάποιου με άλλον αρχ. 1. μέσον για συμπλήρωση 2. ικανοποίηση, εκπλήρωση επιθυμίας 3. ανάκτηση, αποκατάσταση 4. εκπλήρωση, πραγματοποίηση,… … Dictionary of Greek
εκχείλιση — η 1. ξεχείλισμα, πλημμύρισμα 2. γέμισμα ώς τα χείλη … Dictionary of Greek
πελάγισμα — τὸ, Μ [πελαγίζω] πλημμύρα, πλημμύρισμα … Dictionary of Greek
πρόσκλυση — η / πρόσκλυσις, ύσεως, ΝΑ [προσκλύζω] υπερεκχείλιση, πλημμύρισμα νεοελλ. (νομ.) η από την φορά τών ποτάμιων υδάτων απόσπαση παραποτάμιου εδάφους από ένα κτήμα και η φυσική ένωσή του με άλλο κτήμα τής ίδιας ή τής απέναντι όχθης … Dictionary of Greek
υπερχείλιση — η το πλημμύρισμα, το ξεχείλισμα: Υπερχείλιση του ποταμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)